νεκρολούλουδο

νεκρολούλουδο
το
1. είδος φυτού, το νεκράνθεμο.
2. στον πληθ., νεκρολούλουδα τα λουλούδια που βάζουν πάνω στο νεκρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεκρολούλουδο — το 1. κοινή ονομασία φυτού 2. στον πληθ. τα νεκρολούλουδα άνθη που τίθενται πάνω στον νεκρό …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • νεκράνθεμο — το 1. το νεκρολούλουδο, το άνθος που αποθέτουν πάνω στον νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άνθεμο «άνθος». Η λ. στον πληθ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • αδράχτι της γυναίκας — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως κάθαρμος ο εριώδης.Είναι μονοετής πόα, με βλαστό ύψους 30 50 εκ., όρθιο, χνουδωτό και πολύκλαδο συνήθως στην κορυφή. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, χνουδωτά, ημιπερίβλαστα ή τα ανώτερα περίβλαστα, με λοβούς λογχοειδείς …   Dictionary of Greek

  • καλέντουλα — (Calendula). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των συνθέτων, με περίπου 15 είδη που είναι αυτοφυή στις παραμεσόγειες χώρες και στους Κανάριους νήσους. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες με απλά, μεγάλα φύλλα και άνθη κατά κεφάλια με θηλυκά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”